μιλιῶν

μιλιῶν
μιλιάζω
measure by miles and mark by milestones
fut part act masc voc sg
μιλιάζω
measure by miles and mark by milestones
fut part act neut nom/voc/acc sg
μιλιάζω
measure by miles and mark by milestones
fut part act masc nom sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μιλίων — μίλιον a Roman mile neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλίρροια — Το φαινόμενο της περιοδικής διακύμανσης της στάθμης των θαλασσών, το οποίο περιλαμβάνει δύο εναλλασσόμενες φάσεις, την πλημμυρίδα (άνοδος της θάλασσας) και την άμπωτη (κάθοδος της θάλασσας). Η π. προκαλείται κυρίως από τη μαγνητική έλξη της… …   Dictionary of Greek

  • αιγιαλίτιδα ζώνη — Η θαλάσσια περιοχή που ξεκινά από την ξηρά και μπορεί να εκτείνεται μέσα στη θάλασσα σε απόσταση έως και δώδεκα ναυτικών μιλίων. Σύμφωνα με το ισχύον διεθνές δίκαιο, εντός αυτής της ζώνης τα παράκτια κράτη ασκούν πλήρη κυριαρχία. Η ύπαρξη της α.ζ …   Dictionary of Greek

  • Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… …   Dictionary of Greek

  • вьрстѧ — ВЬРСТ|Ѧ (71), Ы с. 1. Ровня: Божьствьна˫а и свѣтозарьна˫а. въ истинѹ вьрста борисе и глѣбе. Стих 1156–1163, 106; радуитасѩ нб(с)на˫а жителѩ. въ плоти анг҃ла быста. единомыслена˫а служителѩ. верста единоѡбразна. ЛЛ 1377, 47 (1015); перстъ вземь ѿ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • AENON — locus Palaestinae ad Iordanem fluv. ubi D. Ioannes Baptista baptizabat, a Scythopoli 8. mill. pass. in Austrum. Locus hic non confundendus cum Aenan, ut Baronius facit, propterea quod utramque vocem significare fontem dicit Hieronym. Hic enim… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PHAROS — I. PHAROS insula Illyrici, a Pariis, Olymp. 98. Ann. 4. adiuvante Dionysiô, colonis repleta, Lesina Italis et Procopio, Phara Porphyrogen. Haar Slavis, ad Ortu in Occidentem ad 60. mill. pass. extensa, 10. mill. pass. a Corcyra Melana in Boream,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ρήνεια — Η σημερινή Μεγάλη Δήλος (υψόμ. 15 μ.). Το νησί ανήκει στην πρώην επαρχία Σύρου, του νομού Κυκλάδων. Όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης (Ιστορία, Γ’ 104), η Ρ. απέχει τόσο λίγο από τη Δήλο, ώστε ο τύραννος των Σαμίων Πολυκράτης, όταν κάποτε είχε μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”